αυλόθυρα
Смотреть что такое "αυλόθυρα" в других словарях:
αυλόθυρα — η η εξωτερική θύρα που οδηγεί από τον δρόμο στην αυλή του σπιτιού και αντίστροφα … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλόπορτα — η η αυλόθυρα … Dictionary of Greek
γκάγκαρο — το βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί πίσω από την αυλόθυρα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ganghero] … Dictionary of Greek